- κομπογιανίτης
- οθηλ. -ισσα1. εμπειρικός γιατρός, ψευτογιατρός.2. απατεώνας, αγύρτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… … Dictionary of Greek
ανίατρος — ἀνίατρος, ο (Α) αυτός που δεν είναι πράγματι γιατρός, ο κομπογιανίτης (Αριστοτέλης) … Dictionary of Greek
καμποτίνος — ο 1. πλανόδιος ηθοποιός 2. κακός ηθοποιός, θεατρίνος που δεν κατέχει την τέχνη του, χωρίς ταλέντο και αξία 3. μτφ. άνθρωπος χωρίς αξία, που επιδιώκει με αγυρτείες να εμφανιστεί ως σπουδαίος ή να αποκτήσει κοινωνική αξία, αγύρτης, τσαρλατάνος,… … Dictionary of Greek
κομπογιανίτικος — και κομπογιαννίτικος, η, ο [κομπογιανίτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον κομπογιανίτη, αγυρτικός, ψεύτικος («δεν κάνομε κομπογιαννίτικη πολιτική», Ί. Δραγ.). επίρρ... κομπογιαν(ν)ίτικα με κομπογιανίτικο τρόπο … Dictionary of Greek
κομπογιανιτισμός — και κομπογιαννιτισμός, ο [κομπογιανίτης] 1. το γνώρισμα τού κομπογιανίτη, η άσκηση πρακτικής ιατρικής 2. αγυρτεία, απάτη … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… … Dictionary of Greek
σπασογιατρός — ο, Ν πρακτικός, εμπειρικός γιατρός για κήλη, κομπογιανίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάσ ιμο + συνδετικό φωνήεν ο + γιατρός] … Dictionary of Greek
τσαρλατάνος — Πλανώδιος μικροπωλητής, που πουλάει συνήθως και θαυματουργά φάρμακα προσπαθώντας να προσελκύσει την προσοχή του κοινού με ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα, εντυπωσιακούς ρητορισμούς, τραγουδάκια και ευφυολογήματα. Ο όρος προέρχεται από την ιταλική… … Dictionary of Greek
καμποτίνος — ο (λ. γαλλ.), άνθρωπος χωρίς αξία που επιδιώκει με αγυρτικά μέσα να παρουσιαστεί σαν σπουδαίος, ο κομπογιανίτης: Μη δίνετε σημασία στους καμποτίνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)